- τρούλλο
- το, Ντύπος στρογγυλών λίθινων κατασκευών στην Απουλία τής Ιταλίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trullo «πέτρινο οικοδόμημα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουβουκλώνω — (Μ) [κουβούκλιον] κτίζω τρούλλο, στηρίζω θόλο … Dictionary of Greek
παντοκράτορας — I Όνομα δύο ακρωτηρίων του ελληνικού χώρου. 1. Ακρωτήριο στην ανατολική πλευρά του Αγίου Όρους, δέκα μίλια ΒΔ από το μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας. 2. Ακρωτήριο στο Ιόνιο πέλαγος, στο νότιο άκρο της χερσονήσου της Νικόπολης, στα αριστερά εκείνου… … Dictionary of Greek
τρουλλωτός — ή, ό / τρουλλωτός, ή, όν, ΝΜ, και τρουλωτός Ν [τρουλλῶ] οικοδομημένος με τρούλλο, αυτός που έχει θολωτή στέγη νεοελλ. αυτός που έχει σχήμα τρούλλου … Dictionary of Greek
τρουλλώ — όω, Μ [τροῡλλος] (κυρίως το παθ.) τρουλλοῡμαι, όομαι για οικοδόμημα και ιδίως για ναό χτίζομαι με θολωτή στέγη, με τρούλλο … Dictionary of Greek